μπαμπαλής

μπαμπαλής
ο
1. άντρας που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, πολύ γέρος
2. γέρος που παρά την ηλικία του επιδίδεται σε ερωτικές διαχύσεις
3. φρ. «ο Αλής και ο μπαμπαλής» — άνθρωποι με παρόμοιο χαρακτήρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπαμπαλής — ο (λ. τουρκ.), ο πολύ γέρος, ο ξεμωραμένος γέρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νερομπάμπαλος — η, ο 1. (για φαγητό) αυτός που περιέχει πολύ νερό 2. ξεμωραμένος, ξεκούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + μπάμπαλο / μπαμπαλής «ανόητος, ξεκουτιασμένος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”